Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Ευκλείδης Τσακαλώτος: Θεμέλια μιας αριστερής προσέγγισης για την κρίση

(Το κείμενο αποτελεί παρέμβαση στη διημερίδα που οργάνωσε ο ΣΥΡΙΖΑ στη Νομική Παρασκευή 20 και Σάββατο 21 Ιανουαρίου), με τίτλο «Καπιταλιστική κρίση και απάντηση της Αριστεράς»).



Αρχίζω με ένα πολύ παλιό ερώτημα που έχει να κάνει με τη σχέση μεταξύ θεωρίας και πρακτικής στην πολιτική της αριστεράς. Πώς μας βοηθά η θεωρία; Ποιος είναι ο ρόλος των αριστερών διανοούμενων, είτε είναι στο πανεπιστήμιο είτε είναι οργανικοί διανοούμενοι; Είναι η επιστήμη ουδέτερη, μας δίνει δηλαδή ουδέτερες απαντήσεις στα ερωτήματα που έχουν τεθεί: για τον αν είναι ο προστατευτισμός καλύτερος από την παγκοσμιοποίηση, για τον αν είναι καλύτερα να έχεις το δικό σου νόμισμα ή να συμμετέχεις σε ένα σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, για το αν η ανάπτυξη προωθείται καλύτερα από τις ελεύθερες αγορές ή από μια κρατική βιομηχανική πολιτική; (βλ.συζήτηση του Μ. Λεβί με τον Γιώργο Σουβλή στο RNB).

Η δική μου προσέγγιση σε τέτοιου είδος ερωτήματα ξεκαθάρισε απ’ όταν κατάλαβα γιατί ο Μαρξ, άλλοτε εκθείαζε την πολιτική οικονομία που προηγήθηκε, και άλλοτε την αποκαλούσε «χυδαία» (vulgar). Η απάντηση, νομίζω, είναι ότι πριν κάνει την εμφάνισή της η εργατική τάξη ως αξιόλογο κοινωνικό και πολιτικό μέγεθος, η πολιτική οικονομία δικαιούνταν να την αγνοεί. Αλλά μετά την εμφάνισή της, ήταν «χυδαίο» να την αγνοήσεις, να υποθέτεις ότι ο καπιταλισμός αποτελεί το τελικό στάδιο της παγκόσμιας ιστορίας, ότι δεν θα μπορούσε να υπάρχει ένας άλλος κόσμος. Άρα, μας λέει ο Μαρξ, η επιστήμη ανταποκρίνεται στην κοινωνική πραγματικότητα και τη δυναμική των κινημάτων. Για τον δε Γκράμσι, οι διανοούμενοι της αριστεράς απλοποιούν, συστηματοποιούν, και γενικεύουν την εμπειρία του κόσμου της εργασίας. Θα ήθελα η δική μας αριστερά να διευρύνει αυτόν τον ορισμό, ώστε να εμπεριέχει το φεμινιστικό και οικολογικό κίνημα, το κίνημα κατά του ρατσισμού, και όλα αυτά τα κινήματα που παλεύουν κατά της εμπορευματοποίησης των κοινωνικών αγαθών.

Γιατί ξεκίνησα την ομιλία μου με αυτές τις σκέψεις; Γιατί μου φαίνεται αξιωματικό ότι για εμάς η κρίση συνδέεται απολύτως με το είδος του καπιταλισμού που γνωρίσαμε πριν από το 2008, και άρα με τις κοινωνικές και γεωγραφικές ανισότητες, την εμπορευματοποίηση των κοινωνικών αγαθών, με τις οικολογικές καταστροφές, με τη μετάβαση ρίσκου στις γυναίκες, στους μετανάστες και γενικότερα στα πιο ευάλωτα στρώματα του πληθυσμού. Πιο γενικά, με ένα σύστημα που βάζει τα κέρδη πάνω από τους ανθρώπους.

Και σε αυτή την πραγματικότητα αναπτύχθηκαν πληθώρα κινημάτων αντίστασης. Δεν υπάρχει κάποιος ή κάποια σε αυτή την αίθουσα που να μην έχει κάποια συμμετοχή σε αυτά ή που να μην έχει δηλώσει την συμπαράστασή του σε κινήματα άλλων χωρών. Αυτή δεν είναι η εμπειρία που τώρα θα έπρεπε να απλοποιούμε, να γενικεύουμε, να συστηματοποιούμε; Γιατί προτείνουμε την εθνικοποίηση ή την κοινωνικοποίηση των τραπεζών; Γιατί επιμένουμε στη ριζική αναδιανομή του εισοδήματος; Γιατί θέλουμε μια επέκταση των κοινωνικών υπηρεσιών με ένα διαφορετικό κοινωνικό κράτος, που θα αναζητά την έμπρακτη συνεισφορά των ατόμων που έχουν συγκεκριμένες ανάγκες; Γιατί μας ενδιαφέρουν όλοι αυτοί οι πειραματισμοί με την αυτοδιαχείριση, με την κοινωνική οικονομία, με την κοινωνική αλληλεγγύη; Είναι επειδή όλα αυτά θα λύσουν το πρόβλημα του χρέους; Αυτό είναι που μας λένε όλα τα κοινωνικά κινήματα των τελευταίων χρονών;

Είναι ένα πράγμα να ισχυριστεί κανείς ότι το χρέος αποτελεί πρόβλημα (αν και ο Γιάννης Μηλιός θα σας έλεγε ότι ο καπιταλισμός δουλεύει μέσω του χρέους)• είναι ένα πράγμα να δείχνει κανείς πώς το χρέος χρησιμοποιείται για να εμβαθύνει το νεοφιλελεύθερο εγχείρημα με τις επιθέσεις στους μισθούς, στις συντάξεις και στα εργασιακά δικαιώματα. Αλλά είναι τελείως διαφορετικό να θεωρεί κανείς ότι το χρέος αποτελεί το ουσιαστικό πρόβλημα της εποχής. Η δική μας υποχρέωση είναι να δείξουμε τι υπάρχει πίσω από τη συσσώρευση χρέους, να αμφισβητήσουμε τους όρους της αντιπαράθεσης με την κυρίαρχη ιδεολογία. Αισθάνομαι περήφανος για όλα αυτά που έχουμε καταφέρει όλα αυτά τα χρόνια, και με στεναχωρεί όταν αρκετοί δεν συμμερίζονται αυτή την περηφάνια. Ας υποθέσουμε, όμως, ότι κάτι κάναμε καλά όλο αυτόν τον καιρό. Αν δεν ήταν έτσι, τότε η συζήτησή μας εδώ σήμερα δε θα είχε και τόσο νόημα. Ότι θα μπορούσαμε να είχαμε καταφέρει περισσότερα είναι αφορμή για να διευρύνουμε την ατζέντα -- όχι για να γκρινιάζουμε μεταξύ μας.

Χρειάζεται να απαντήσουμε τα ερωτήματα που έχει θέσει το σύστημα; Ναι, άλλα με τους δικούς μας όρους. Εξάλλου το έχουμε κάνει για το θέμα του χρέους. Περίπου ζητάμε ό,τι διεκδίκησε με επιτυχία η Γερμανία το ’53: κούρεμα, επενδυτικό πρόγραμμα όπως το σχέδιο Μάρσαλ, και αποπληρωμή ανάλογα με τις δυνατότητές μας σε σχέση με τις εξαγωγές και το ρυθμό ανάπτυξης. Αυτό θα μπορούσε να διαπραγματευτεί μια σημερινή κυβέρνηση. Μια αριστερή κυβέρνηση, με άλλους συσχετισμούς, θα ήταν προφανώς πιο προωθημένη. Στο μεταξύ, δεν βλέπω το λόγο να μην λέμε ναι σε όλα: και στα ευρωομόλογα, και σε ένα αναβαθμισμένο ομοσπονδιακό προϋπολογισμό και σε μια διαφορετική ΕΚΤ. Αυτοί που θεωρούν ότι τα ευρωομόλογα είναι ρεφορμιστικό αίτημα έχουν απόλυτα δίκαιο – αλλά τι σόι παγκόσμια καπιταλιστική κρίση είναι αυτή που θα σωθεί από ένα ευρωομόλογο; Το θέμα είναι αν τέτοιες αλλαγές ανοίγουν νέα πεδία παρέμβασης. Γιατί, όπως εύστοχα αναρωτήθηκε πρόσφατα ο Δημήτρης Παπαγιαννάκος, σε ένα πολύ καλό άρθρο στις Συναντήσεις της Αυγής, αν η TINA είναι μύθος στο επίπεδο τους έθνους κράτους, γιατί να ισχύει στο υπερεθνικό επίπεδο;

Για ό,τι λέμε, οφείλουμε να οικοδομούμε από τα κάτω και συγχρόνως να μην χάσουμε τη μεγάλη εικόνα. Όμως, η μεγάλη εικόνα δεν είναι η ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, αλλά μια ριζική μετατόπιση στο οικονομικό-παραγωγικό-καταναλωτικό-κοινωνικό παράδειγμα μιας ολόκληρης εποχής. Και αυτή η μεγάλη εικόνα είναι που μας δίνει ένα μπούσουλα για τις συμμαχίες μας.

Για τις συμμαχίες μας με τους μικρομεσαίους, για παράδειγμα. Όχι με βάση τη συνέχισης της φοροδιαφυγής και της εκμετάλλευσης των μεταναστών. Αλλά με βάση νέα καταναλωτικά και παραγωγικά πρότυπα• με μια νέα ματιά στους συνεταιρισμούς και τα παραγωγικά δίκτυα, για μια πιο ποιοτική παραγωγή που θα σέβεται το περιβάλλον.

Για τις συμμαχίες με τους ανθρώπους που αποδεσμεύονται από τη σοσιαλδημοκρατία. Από τη μια μεριά αρνούμαστε την πρακτική του ΚΚΕ που δε μιλάει με οργανωμένες πολιτικές συλλογικότητες που δεν ελέγχει. Χρειαζόμαστε και συμμαχίες κορυφής. Από την άλλη, κατανοούμε ότι το βασικό είναι οι κοινωνικές συμμαχίες που έχουν τη δυναμική να αλλάξουν το κυρίαρχο παράδειγμα. Στη διαδικασία αυτή, δεν ενώνουμε δύο παλιά ρεύματα, αλλά χτίζουμε κάτι καινούργιο με βάση τις ανάγκες των πολλών της επόμενης περιόδου.

Για τις διεθνείς συμμαχίες. Δεν είμαστε δεσμευμένοι σε καμία υπάρχουσα οικονομική και χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική. Αλλά είμαστε δεσμευμένοι να βρούμε θεσμικές μορφές για τον έλεγχο των χρηματαγορών και των πολυεθνικών. Είμαστε δεσμευμένοι να μη συνεχίσουμε τον ανταγωνισμό μεταξύ εθνικών οικονομιών, που μόνιμα έχει χαμένους τον κόσμο της εργασίας και νικήτρια την αποτυχημένη οικονομία. Είμαστε δεσμευμένοι να βρούμε τους υπερεθνικούς θεσμούς αυτούς που θα δημιουργήσουν χώρο για την πολιτική και τη δημοκρατία, που όχι μόνο θα επιτρέψουν αλλά και θα ενθαρρύνουν τον κοινωνικό και οικονομικό πειραματισμό. Αυτές οι δεσμεύσεις είναι μεγάλο μέρος της ατζέντας μας, γιατί αυτό προκύπτει από τα κινήματα με τα οποία όλοι και όλες ασχολούμαστε πριν και μετά το 2008.

Στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, ο καπιταλισμός διεκδικούσε, σε σχέση με τη μονοκαλλιέργεια του σοβιετικού μοντέλου, τον τίτλο του πλουραλισμού -- με την ελεύθερη αγορά, αλλά και με την κρατική παρέμβαση, το κοινωνικό κράτος, τα (ημι) αυτόνομα πανεπιστήμια, με κάποια αυτονομία στην τοπική αυτοδιοίκηση, με διαβουλευτικούς θεσμούς στις αγορές εργασίας. Με το νεοφιλελευθερισμό, ο καπιταλισμός επέστρεψε στη μονοκαλλιέργεια της αγοράς, της επιχειρηματικότητας, της υιοθέτησης των τεχνικών του μάνατζμεντ στο δημόσιο τομέα. Τώρα πια εμείς αντιπροσωπεύουμε τον πλουραλισμό. Έχουμε μπολιαστεί από τα κινήματα και ξέρουμε ότι υπάρχουν πολλές λύσεις για πολλά προβλήματα. Είμαστε και με την αυτοδιαχείριση, και με την κοινωνικοποίηση των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, και με την κοινωνικοποίηση των τραπεζών, και με ένα πιο δημοκρατικό δημόσιο τομέα, και με την κοινωνική οικονομία, και με τους συνεταιρισμούς.

Τελειώνω με το σημείο απ’ όπου άρχισα. Χρειαζόμαστε απλοποίηση και γενίκευση. Χρειαζόμαστε, για παράδειγμα, κάποιος που δουλεύει για ένα καλύτερο σχολείο να κατανοήσει τι τον ενώνει με κάποια που παλεύει κατά της επισφάλειας στην αγορά εργασίας. Χρειαζόμαστε έναν αναβαθμισμένο προγραμματικό λόγο που δεν ξεχνά τις ρίζες μας, τα θεμέλια της προσέγγισής μας. Που δεν ξεχνά τις εμπειρίες μας. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να αλλάξουμε τους συσχετισμούς. Να είναι το όλον των παρεμβάσεών μας μεγαλύτερο από το άθροισμα των επιμέρους. Γι’ αυτό προτάσσουμε την ενότητα σε σχέση με τη γραμμή. Γιατί η επιμονή στη μία και μοναδική γραμμή δεν προσθέτει, αλλά διαιρεί. Πιστεύω ότι αν καταφέρουμε να δημιουργήσουμε τις συνθήκες όπου το όλον θα είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα, όπου οι κινήσεις μας θα δουλεύουν πολλαπλασιαστικά, τότε θα μπορούμε όλοι και όλες να περιμένουμε πολύ καλύτερες μέρες.