Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

Γ.Δραγασάκης: 'Οχι «κούρεμα» στα σκοτεινά


Αποτελεί θετική εξέλιξη το επικείμενο «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων;

Προσωπικά δεν περιμένω τίποτα θετικό από μία αδιαφανή διαδικασία η οποία γίνεται ερήμην του ελληνικού λαού και με την κυβέρνηση απούσα, όπως όλα δείχνουν. Η διαγραφή μέρους του χρέους είναι μια αναγκαία κίνηση, το αποτέλεσμα της οποίας εξαρτάται πάρα πολύ από τους όρους με τους οποίους θα γίνει και από το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα ενταχθεί.

Το πρώτο θέμα είναι το μέγεθος της διαγραφής:

Ένα «κούρεμα» 50% για το χρέος απέναντι στους ιδιώτες δεν αποτελεί επαρκή συνθήκη, διότι μεγάλο μέρος του χρέους πια δεν βρίσκεται καν στα «χέρια» των ιδιωτών.

Το δεύτερο ζήτημα είναι οι συνέπειες στις τράπεζες και στα ασφαλιστικά ταμεία:

Τα τελευταία δεν μπορούν να τεθούν με ελλείμματα τα οποία θα οδηγήσουν σε νέα μείωση των συντάξεων. Έπρεπε ήδη -το έχουμε πει από πέρυσι ενόψει αυτού του γεγονότος το οποίο ήταν εξαρχής αναπόφευκτο- να έχουν εξαιρεθεί από αυτή τη διαδικασία, κατά τη γνώμη μου τόσο τα ελληνικά όσο και τα ξενά ασφαλιστικά ταμεία, αν και οι πληροφορίες λένε ότι τα τελευταία δεν είναι τόσο εκτεθειμένα, ωστόσο θα έπρεπε αυτό να γίνει έστω για λόγους συμβολικούς, ώστε να μην τεθεί θέμα ζημίας γι’ αυτόν τον νευραλγικό τομέα. Μια άλλη λύση θα ήταν να αντικατασταθούν τα ομόλογα από άλλα περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου, αλλά αυτό είναι ένα θέμα το οποίο απαιτεί μια ειδικότερη συζήτηση και από τα ίδια τα ταμεία και τους ενδιαφερόμενους. Πάντως, αν τα ταμεία δεχθούν πλήγμα με τη διαφαινόμενη διαγραφή μέρους του χρέους αυτό θα «μεταφραστεί» στη φερεγγυότητα των ταμείων και στο ύψος των συντάξεων.

Όσον αφορά στις τράπεζες, εφόσον δοθεί δημόσιο χρήμα, είτε ελληνικό είτε ευρωπαϊκό, αυτό θα πρέπει να συνδεθεί με μέτρα που θα διασφαλίζουν το δημόσιο έλεγχο πάνω στη χρήση αυτού του χρήματος και επομένως πάνω στις τράπεζες. Διότι μπορεί να υπάρξει κάποια διαδικασία «ψευδοκρατικοποίησης», σύμφωνα με την οποία οι τράπεζες θα τεθούν υπό τον έλεγχο του κράτους απλώς για να απορροφηθεί το κόστος τους και στη συνέχεια θα ιδιωτικοποιηθούν εκ νέου. Αυτή τη στιγμή, υπάρχει και μια παγκόσμια διαμάχη γύρω από το μέλλον των τραπεζών, τον τρόπο λειτουργίας τους από εδώ και στο εξής, κ.ο.κ., ζητήματα για τα οποία μέχρι σήμερα ουσιαστικά δεν έχει γίνει τίποτα, παρά το γεγονός ότι η κρίση ξεκίνησε από τις τράπεζες.

Η πιο σημαντική παράμετρος, όμως, είναι ότι σύμφωνα με τη σημερινή κατάσταση της οικονομίας και δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος του πλούτου έχει «φυγαδευτεί» στο εξωτερικό, η όποια ρύθμιση του χρέους πρέπει να συνοδεύεται από μία «αιμοδότηση» της οικονομίας:

Επειδή είθισται να χρησιμοποιείται ο όρος ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, προσωπικά θα μιλήσω για ανακεφαλαιοποίηση της οικονομίας. Διαφορετικά, δεν μπορεί να υπάρξει ανάκαμψη. Το ζητούμενο δεν είναι η ρύθμιση του χρέους ως αυτοσκοπού αλλά ως μέσου για να στηριχθεί ένα πρόγραμμα το οποίο θα βάλει τέλος στην ύφεση, θα φέρει κάποια ανάκαμψη και θα δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε να μπορέσουμε ως κοινωνία να συζητήσουμε επιτέλους τα βαθύτερα αίτια αυτής της κρίσης, με απώτερο στόχο ένα μεσομακροχρόνιο πρόγραμμα το οποίο θα μας βγάλει από το αδιέξοδο στο οποίο μας έχει φέρει η σημερινή πολιτική. Αυτά, λοιπόν, εγώ δεν τα βλέπω να γίνονται. Η κατεύθυνση είναι σε λογικές μεγαλύτερου ελέγχου, αυστηρότερης εποπτείας κ.ο.κ. Θα πρέπει, όμως, να δούμε και τα πραγματικά γεγονότα.

Απ’ ό,τι αντιλαμβάνεστε, το όποιο περαιτέρω «κούρεμα» θα είναι εθελοντικό;

Αν δεν είναι εθελοντικό, θα οδηγηθούμε σε μια τεράστια διεθνή κρίση. Αυτή τη στιγμή, έτσι κι αλλιώς, ζούμε μια δευτερογενή κρίση των τραπεζών η οποία οφείλεται πια όχι στα «τοξικά» ομόλογα αλλά στην ύφεση και στην αδυναμία πληρωμής - εξυπηρέτησης των δανείων. Άρα, η κατάσταση είναι ήδη επισφαλής και στην Ευρώπη και διεθνώς. Αν μέσα σε αυτό το κλίμα σημειωθεί και μια υποχρεωτική διαγραφή χρέους, αυτή θα χαρακτηριστεί πιστωτικό γεγονός και θα προκαλέσει μια τεράστια παγκόσμια αναταραχή και ενδεχομένως μια νέα κρίση.

Είναι δυνατή η άσκηση οποιασδήποτε αναπτυξιακής πολιτικής υπό τις σημερινές συνθήκες;

Ακριβώς αυτή είναι μία παράμετρος την οποία δεν μπορούμε να αγνοούμε. Λόγω της ελλειμματικότητας της οικονομίας, η οποία δεν αφορά μόνο το δημοσιονομικό έλλειμμα αλλά και το εξωτερικό έλλειμμα, και λόγω της μεγάλης διαρροής όχι μόνο καταθέσεων αλλά συνολικά πλούτου της χώρας, κατά την προσωπική μου άποψη στην πρώτη φάση για να έχουμε ανάκαμψη θα χρειαστούμε εξωτερική χρηματοδότηση. Δηλαδή, μέχρι να υπάρξουν οι συνθήκες που θα επιτρέψουν να ελεγχθεί η εσωτερική συσσώρευση, η εσωτερική αποταμίευση, και να μπορέσει αυτή να διοχετευτεί παραγωγικά, θεωρώ ότι δίχως μια εξωτερική χρηματοδότηση είναι ανέφικτη η ανάκαμψη, χωρίς νέες αιματηρές θυσίες και -καταστροφικές αυτή τη φορά- εξελίξεις. Αυτή η εξωτερική χρηματοδότηση μπορεί να διεκδικηθεί και να διασφαλιστεί στο πλαίσιο της Ευρώπης. Όλο αυτό, άλλωστε, δεν είναι κάτι καινούριο. Ιστορικά, όλες οι κρίσεις χρέους έχουν ξεπεραστεί είτε με μια ανάκαμψη η οποία χρηματοδοτείται με πόρους -κατά κανόνα- μη δανειακούς, είτε με έναν υψηλό πληθωρισμό, είτε με διαγραφή των χρωστούμενων, είτε με λίγο απ’ όλα αυτά.

Εν τέλει, πότε και πού βλέπετε να καταλήγει αυτή η κρίση;

Όσο εφαρμόζεται αυτή η πολιτική, δεν μπορούμε να περιμένουμε κάτι θετικό. Όπως έχει αποδειχθεί, μέσω της λιτότητας αυξάνεται η ύφεση και επομένως συνεχίζεται ένας φαύλος κύκλος προς τα κάτω, μια πορεία οπισθοδρόμησης. Πρέπει αυτή η πολιτική να αντικατασταθεί από μία πολιτική η οποία να αρχίζει από τα αυτονόητα, δηλαδή να σταματάει την ύφεση, να φέρνει ανάκαμψη και να αρχίζει να δημιουργεί κάποια απασχόληση η οποία θα σηματοδοτήσει την αλλαγή πορείας. Όλα αυτά προϋποθέτουν ότι η κοινωνία θα ανακτήσει τη δυνατότητα να αποφασίζει, θα ανακτήσει την αυτοπεποίθηση και τη σιγουριά της, θα αποκατασταθεί η δημοκρατία η οποία στην πράξη τώρα δεν λειτουργεί. Όταν δεν έχουμε απάντηση στο ερώτημα: «ποιος αποφασίζει για εμάς;» ή ακούμε ότι... κάπου έξω αποφασίζουν και για εμάς, αυτό σημαίνει ότι στην πράξη η δημοκρατία μας δεν λειτουργεί. Από αυτό πρέπει να ξεκινήσουμε.